διεξάγω

διεξάγω
διά , ἐκ-ἄγαμαι
wonder
pres imperat mp 2nd sg
διά-ἐξάγω
lead out
pres subj act 1st sg
διά-ἐξάγω
lead out
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διεξάγω — διεξάγω, διεξήγαγα βλ. πίν. 135 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διεξάγω — (AM διεξάγω) [εξάγω] διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση μσν. φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» περνώ την παιδική ηλικία αρχ. 1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου 2. κατευθύνομαι 3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση 4. διευθετώ …   Dictionary of Greek

  • προχρηματίζω — ΜΑ μσν. προφητεύω αρχ. 1. διεξάγω προηγουμένως χρηματικές υποθέσεις 2. (για όν. σε σειρά αναγραφής) αναφέρομαι στην αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρηματίζω «διεξάγω χρηματικές υποθέσεις»] …   Dictionary of Greek

  • αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • αερομαχώ — ( έω) [αερομάχος] 1. ματαιοπονώ 2. μάχομαι στον αέρα, διεξάγω αερομαχία …   Dictionary of Greek

  • αθλούμαι — ( έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, έω) νεοελλ. γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό μσν. αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση τού… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • αναπαλαίω — (Α ἀναπαλαίω) μσν. νεοελλ. επαναλαμβάνω την πάλη, διεξάγω νέον αγώνα μσν. αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ αρχ. επανορθώνω κάτι με νέον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa * + παλαίω. ΠΑΡ. μσν. ἀναπάλαισις] …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”